- αὑλητρίς
- αὐλητρίς , αὐλητρίςflute-girlfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐλητρίς — flute girl fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλητρίς — η βλ. αυλητής … Dictionary of Greek
αὐλητρίδα — αὐλητρίς flute girl fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδας — αὐλητρίς flute girl fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδες — αὐλητρίς flute girl fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδι — αὐλητρίς flute girl fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδος — αὐλητρίς flute girl fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίδων — αὐλητρίς flute girl fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίσι — αὐλητρίς flute girl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητρίσιν — αὐλητρίς flute girl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)